ολόγεμος

ολόγεμος
η , ο см. ολόγιομος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ολόγεμος" в других словарях:

  • ολόγεμος — και ολόγιομος, η, ο (Μ ὁλόγομος, ον) (για τη σελήνη) γεμάτη φως, πλησιφαής («ολόγιομο φεγγάρι») νεοελλ. εντελώς γεμάτος, ολογέμιστος, υπερπλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + γεμος / γιομος (< γεμίζω / γιομίζω). Ο τ. ὁλόγομος < ὁλ(ο) * + γομος… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολογέμιστος — η, ο ολόγεμος, εντελώς γεμάτος …   Dictionary of Greek

  • ολόγιομος — η, ο βλ. ολόγεμος …   Dictionary of Greek

  • ολόγομος — ὁλόγομος, ον (Μ) βλ. ολόγεμος …   Dictionary of Greek

  • ολόμεστος — η, ο (Μ ὁλόμεστος, ον) νεοελλ. τελείως γεμάτος, ολόγεμος, κατάμεστος μσν. (για οστά) συμπαγής, χωρίς κοιλότητα και χωρίς μυελό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μεστός «γεμάτος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»