ολόγεμος
Смотреть что такое "ολόγεμος" в других словарях:
ολόγεμος — και ολόγιομος, η, ο (Μ ὁλόγομος, ον) (για τη σελήνη) γεμάτη φως, πλησιφαής («ολόγιομο φεγγάρι») νεοελλ. εντελώς γεμάτος, ολογέμιστος, υπερπλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + γεμος / γιομος (< γεμίζω / γιομίζω). Ο τ. ὁλόγομος < ὁλ(ο) * + γομος… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολογέμιστος — η, ο ολόγεμος, εντελώς γεμάτος … Dictionary of Greek
ολόγιομος — η, ο βλ. ολόγεμος … Dictionary of Greek
ολόγομος — ὁλόγομος, ον (Μ) βλ. ολόγεμος … Dictionary of Greek
ολόμεστος — η, ο (Μ ὁλόμεστος, ον) νεοελλ. τελείως γεμάτος, ολόγεμος, κατάμεστος μσν. (για οστά) συμπαγής, χωρίς κοιλότητα και χωρίς μυελό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μεστός «γεμάτος»] … Dictionary of Greek